καλολούζω

καλολούζω
καλόλουσα, καλολούστηκα, καλολουσμένος, λούζω κάποιον καλά: Δεν καλολούστηκες και τα μαλλιά σου δεν έχουν καθαρίσει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλολούζω — λούζω κάποιον καλά, έτσι ώστε να καθαρίσει τελείως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”